υφορώ

υφορώ
-άω, Α [ὁρῶ]
1. ρίχνω κρυφά ή και ζηλόφθονα βλέμματα, προσβλέπω κάποιον ή κάτι με υποψία
2. μτφ. περιφρονώ
3. μέσ. ὑφορῶμαι, -άομαι
α) φοβάμαι κάποιον
β) σέβομαι κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑφορῶ — ὑ̱φορῶ , ὑφοράω look at from below imperf ind mp 2nd sg ὑφοράω look at from below pres imperat mp 2nd sg ὑφοράω look at from below pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑφοράω look at from below pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑφοράω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφορούμαι — καθυφοροῡμαι, όομαι (Α) επιτατ. τού υφορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ οροῡμαι «υποψιάζομαι, ζηλεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • υπειδόμην — ΜΑ 1. ανακαλύπτω 2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῑν», Δαμάσκ.) αρχ. 1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω 2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υπόψιος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο βλέπει κανείς με υποψία 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα μάτια κάποιου, δηλαδή είναι ορατός, φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υποψ τού ρ. ὑφορῶ (πρβλ. μέλλ. ὑπόψομαι) + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • υφόρασις — άσεως, ἡ, Α [ὑφορῶ] υποψία, υπόνοια …   Dictionary of Greek

  • υφόρατος — ον, Μ [ὑφορῶ] ύποπτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”